- συνεδρίτης
- συνεδρίτηςfellow-officer of the Guardmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεδρίτης — ὁ, Μ αυτός που είναι μαζί με άλλους αξιωματικός τής φρουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνεδρος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ὁπλ ίτης)] … Dictionary of Greek